Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



γλιστροῦσα, τήν


Ερμηνεία:

 (γλιστρῶν,  γλιστροῦσα,  γλιστρόν (αυτός που γλιστράει) [αιτιατική ενικού της μετοχής του ενεστώτα  του ρ. γλιστράω, ώ] 



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων. γλιστρώ < ἐγλιστρώ < ἐκγλιστρώ < ἐκ + λιστρῶ < (Όμηρ) λισσός, -ή, -ό (λείος, ομαλός, ολισθηρός, γλιστερός < (Όμηρ.) λις (επικός τύπος του επιθέτου λισσός, λιτός]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: